Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

η ελιά

  • 1 ελιά

    η см. εληά

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ελιά

  • 2 επάνω

    1. επίρρ. I
    1) наверху, вверху; наверх, вверх; выше;

    εκεί επάνω — там наверху;

    εδώ επάνω — здесь наверху;

    ανεβείτε επάνω — поднимитесь наверх;

    σήκω επάνω — вставай, поднимайся;

    2) на (ком-л.); при (ком-л.);

    επάνω μου — а) на мне; — б) на меня, на себя;

    ρίξε επάνω σου το παλτό — накинь пальто;

    τό παίρνω επάνω μου το ζήτημα — этот вопрос я беру на себя;

    τό παίρνω επάνω μου το παιδί ο — ребёнке позабочусь я; — е) при мне, с собой;

    βαστώ ( — или έχω) επάνω μου — иметь при себе;

    δεν έχω χρήματα επάνω μου — у меня при себе нет денег;

    3) против, на;

    επάνω μας — на нас, против нас;

    επεσε επάνω μας σαν θηρίο — он набросился на нас как зверь;

    II με π ров.
    1):

    επάνω σε — а) на;

    επάνω στο τραπέζι — на столе;

    επάνω στο δέντρο — на дереве;

    τό σπίτι τώγραψα επάνω στη γυναίκα μου — дом я записал да жену;

    επάνω στο δρόμο — на улице;

    б) в момент, во время;

    ήλθε επάνω στον καυγά — он пришёл как раз в момент ссоры;

    επάνω στο θυμό μου — в момент гнева;

    επάνω στη δουλειά μου — во время работы;

    επάνω στην ώώρα — вовремя; — в) против;

    πλέουμε επάνωεπάνω στον καιρό — плывём против ветра;

    2):

    επάνω από — а) сверх, более; — выше;

    επάνω από χίλιοι — более тысячи;

    επάνω από είκοσι χρόνια — более двадцати лет;

    επάνω από τη ρίζα — выше корня;

    επάνω απ' όλα η αγάπη — превыше всего любовь; — б) над;

    επάνω από το τραπέζι — над столом;

    3):

    κατ' επάνω — против;

    ώρμησε κατ' επάνω μας — он набросился на нас;

    III με αντων.:

    επάνω πού — в тот момент, когда;

    επάνω πού λέγαμε γιά σένα — как раз в тот момент, когда говорили о тебе;

    επάνω πού είμαστε γιά να φύγουμε — в тот момент, когда мы собирались уходить;

    IV με σύνδ.
    1):

    έως ( — или ως) επάνω — доверху;

    γεμίζω το ποτήρι μου 'έως επάνω — наполнить свой стакан до краёв;

    2):

    κι' επάνω — выше; — более;

    τα παιδιά από έξ χρονών κι' επάνω — дети шести лет и старше;

    εκατό οκάδες κι' επάνω — более ста ока;

    τρείς μήνες κι' επάνω — более трёх месяцев;

    § επάνω - επάνω а) слегка;

    б) поверхностно;

    του τα είπα επάνω - επάνω — я ему только (слегка) намекнул;

    επάνω -κάτω — около, приблизительно, примерно;

    είμαστε είκοσι επάνω -κάτω — нас было около двадцати человек;

    είναι επάνω -κάτω το ίδιο — это примерно одно и то же;

    παίρνω επάνω μου — поправляться, набираться сил;

    πήρε επάνω του ο άρρωστος — больной поправился;

    η ελιά με το κλάδεμα πήρε επάνω της — после подрезания оливковое дерево ожило;

    τό παίρνω επάνω μου — много брать на себя; — зазнаваться, мнить о себе;

    πέφτω επάνω σ' έναν — случайно встретить кого-л.;

    τα κάνω επάνω μου — обделаться; — наложить в штаны (тж. перен.);

    τα έκανε επάνω του — он здорово струхнул;

    2. επίθ. άκλ. верхний;

    τό επάνω μέρος — верхняя часть;

    τό επάνω πάτωμα — верхний этаж;

    οι επάνω — живущие на верхнем этаже;

    ο επάνω κόσμος — жизнь на земле;

    § τό επάνω επάνωверхний слой (масла,.молока, супа)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επάνω

  • 3 λιο-

    первая часть сложных слов, означ.
    1) солнце (от ηλιος); 2) маслина, олива (от ελιά)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λιο-

См. также в других словарях:

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — η 1. αειθαλές καρποφόρο δέντρο, που παράγει μικρούς αβγοειδείς σαρκώδεις καρπούς με ξυλώδες κουκούτσι, ελαιόδεντρο, λιόδεντρο. 2. ο καρπός αυτού του δέντρου, ο ελαιόκαρπος. 3. μτφ., καστανή ή μαύρη κηλίδα του δέρματος, που εξέχει ή όχι από την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρουσ(σ)ελία — η, Ν βοτ. γένος θάμνων τής Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. russelia, από το όνομα τού Α. Russell, Άγγλου φυσικού] …   Dictionary of Greek

  • Sithonia (Gemeinde) — Δήμος Σιθωνίας (Σιθωνία) …   Deutsch Wikipedia

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ВЕЛИЯ —    • Velĭa,          Ου̉έλια, Ου̉ελία, кроме незначительного города этого названия в тарраконской Испании была еще В. в Лукании, основанная фокейцами ок. 553 г. до Р. X., которая называлась сначала Ύέλη (Hdt. 1, 167), потом Έλέα. В. находилась в… …   Реальный словарь классических древностей

  • Elia, Nicosia — Elia Ελιά (Greek) Doğancı (Turkish) …   Wikipedia

  • Elia (Sithonia) — Elia Ελιά …   Deutsch Wikipedia

  • αγριελιά — και αγρελιά, η 1. ελιά σε άγρια κατάσταση, ο κότινος* τών αρχαίων 2. κλαδί, καρπός ή ξύλο αγριελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρι(ο) + ελιά. ΠΑΡ. αγριελίτικος, αγριελίτσα] …   Dictionary of Greek

  • ελάινος — η, ο (AM ἐλάϊνος, η, ον) 1. αυτός που προέρχεται από ελιά 2. το θηλ. ως ουσ. η ελαΐνη ο ελαϊκός εστέρας τής γλυκερίνης αρχ. 1. ελαΐνεος 2. αυτός που ανήκει στο δέντρο ελιά 3. ο κατασκευασμένος από ξύλο ή κλαδιά ελιάς, ελίσιος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ελαία — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Παραλιακή πόλη στην Αιολίδα της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση, η πόλη υπήρξε αποικία των Αθηναίων, την οποία ίδρυσαν κατά την επιστροφή τους από τον Τρωικό πόλεμο, με πρώτο οικιστή τον Μενεσθέα. Βρισκόταν κοντά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»